Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητού
ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Η Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα είναι η ιερότερη εορτολογική περίοδος της Εκκλησίας μας και αποτελεί πλουσιότατο αντλιοστάσιο πνευματικού ανεφοδιασμού για τους πιστούς.
Οι άγιοι Πατέρες, με περισσή σοφία, όρισαν να θυμούμαστε αυτές τις άγιες ημέρες πρόσωπα και γεγονότα, τα οποία έχουν έντονο διδακτικό χαρακτήρα για την πνευματική μας πορεία και προκοπή.
Ένα από αυτά τα πρόσωπα είναι και αυτό της αμαρτωλής γυναίκας, η οποία άλειψε τον Κύριο με πολύτιμο μύρο.
Ποιούμε ανάμνηση αυτού του σημαντικού γεγονότος τη Μεγάλη Τετάρτη όπου, σύμφωνα με το ιερό συναξάρι της ημέρας «Της αλειψάσης τον Κύριον μύρω πόρνης γυναικός μνείαν ποιούμεθα οι θειότατοι πατέρες εθέσπισαν, ότι προ του σωτηρίου πάθους μικρόν τούτο γέγονεν».
Σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση, ο Κύριος πριν μπει στην Ιερουσαλήμ, προσκλήθηκε για δείπνο στο σπίτι κάποιου πλούσιου, ονόματι Σίμωνος, ο οποίος ανήκε στην τάξη των φαρισαίων.
Κάποια γυναίκα αμαρτωλή όταν έμαθε ότι ο Κύριος ήλθε στην πόλη, ζήτησε να μάθει σε πιο σπίτι έχει καταλύσει. Και ενώ έτρωγαν και συζητούσαν, ξάφνου μπήκε στο σπίτι η γυναίκα εκείνη, κρατώντας στα χέρια της αλαβάστρινο δοχείο γεμάτο πολύτιμο μύρο.
Προχώρησε στο μέρος του Ιησού και αφού στάθηκε πίσω Του, γονάτισε και άρχισε να κλαίει και να οδύρεται γοερά. Άνοιξε αμέσως το δοχείο και άρχισε να ρίχνει απλόχερα το μύρο και να πλένει με αυτό τα πόδια του Ιησού.
Μαζί με το πολύτιμο μύρο έσμιγε και τα καυτά δάκρυά της, τα οποία έτρεχαν σαν ποτάμι από τα μάτια της. Αφού άδειασε το δοχείο ξέπλεξε τα πλούσια μαλλιά της και σκούπισε με αυτά τα πόδια Του, καταφιλώντας τα αδιάκοπα.
Το ξαφνικό και πρωτοφανές αυτό γεγονός έγινε αιτία σφοδρού σκανδαλισμού για τους «καθώς πρέπει» συνδαιτυμόνες του δείπνου.
Ο Φαρισαίος οικοδεσπότης απόρησε και διαλογιζόταν: Αυτός εδώ είναι προφήτης, δε γνωρίζει το ποιόν αυτής τη γυναίκας και την αφήνει να τον αγγίξει; Δε φοβάται το μολυσμό από μια πόρνη;
Ο καρδιογνώστης Χριστός απάντησε στον Σίμωνα τη σύντομη παραβολή των δανειστών. Κάποιος του είπε, δάνεισε χρήματα σε δύο ανθρώπους, στον πρώτο πεντακόσια δηνάρια και στον δεύτερο πενήντα.
Όταν έπρεπε να τα επιστρέψουν αυτοί δεν είχαν και ο δανειστής τους τα χάρισε. Και ρωτά το Σίμωνα: ποιος από τους δυο θα χρωστάει μεγαλύτερη χάρη στον δανειστή;
Ο Σίμων απάντησε: αυτός που του χαρίστηκε το μεγαλύτερο ποσό. Σωστά απάντησες του είπε ο Ιησούς. Για κοίταξε αυτή τη γυναίκα.
Εγώ μπήκα στο σπίτι σου και δεν μου έπλυνες τα πόδια με νερό, όμως εκείνη μου τα έπλυνε με τα δάκρυά της και τα σκούπισε με τα μαλλιά της. Χαιρετισμό δε μου έδωκες, όμως αυτή δε σταμάτησε στιγμή να μου φιλάει τα πόδια.
Με λάδι δεν μου άλειψες το κεφάλι, όμως αυτή με πανάκριβο μύρο μου άλειψε τα πόδια. Δεν αξίζει να της πω: «σου συγχωρούνται οι τόσες πολλές αμαρτίες σου, διότι με αγάπησες τόσο πολύ»;
Γυρίζοντας προς τη γυναίκα της είπε: «σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου».
Τότε άρχισαν οι συνδαιτυμόνες να διερωτώνται: ποιος είναι αυτός που μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες; Ο Χριστός ξαναλέγει στη γυναίκα: «Η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στο καλό».
Η γυναίκα, όπως φαίνεται, αυτή ήταν διαβόητη για την αμαρτωλότητά της. Τη γνώριζαν όλοι και γι’ αυτό παραξενεύτηκαν όταν την είδαν να «παραβιάζει» το «άσυλο της ηθικής τους» συνάντησης.
Δεν έπρεπε να «μολύνει» με την παρουσία της τα «καθώς πρέπει» σαλόνια τους. Την ήθελαν και την ανέχονταν μόνο ως πόρνη, περιφερόμενη στα καταγώγια και στους βρώμικους και σκοτεινούς δρόμους, για να ικανοποιεί τις πορνικές τους αμαρτωλές έξεις.
Την ήθελαν ως ένα σκεύος αμαρτωλής ηδονής και τίποτε περισσότερο. Στην κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλεως δεν είχε θέση, ήταν το μίασμα, την οποία έπρεπε να αποφεύγουν.
Κάπως έτσι σκέφτηκε και ο Σίμων ο οικοδεσπότης, όταν είδε να μπαίνει στο «καθώς πρέπει» σπίτι του εκείνη και να το «μιαίνει». Πολλώ δε μάλλον να αγγίζει τον υψηλό καλεσμένο του ραβίνο. >>>>>>>>>>