Ο λόγος που αναδημοσιεύω από άλλη ιστοσελίδα αυτό το άρθρο – ως Μνημόσυνο – είναι, γιατί θυμήθηκα μια συγκινητική συνάντηση και πρώτη γνωριμία
που είχα με τον αείμνηστο Γιώργο Κ.
Ο χώρος συνάντησης ήταν η αίθουσα του «Βουλευτικού» Ναυπλίου, όταν ο άλλος αείμνηστος και φίλος δημοσιογράφος Γιώργος Αντωνίου παρουσίαζε ένα από τα πρώτα του βιβλία σχετικά με τις παραδόσεις και τα έθιμά της Αργολίδας.Ήταν αν θυμάμαι καλά το 2002 και ο Γιώργος Κ. συνταξιούχος πλέον είχε επιστρέψει από την Αθήνα στην ιδιαιτέρα του πατρίδα.
Ο χώρος συνάντησης ήταν η αίθουσα του «Βουλευτικού» Ναυπλίου, όταν ο άλλος αείμνηστος και φίλος δημοσιογράφος Γιώργος Αντωνίου παρουσίαζε ένα από τα πρώτα του βιβλία σχετικά με τις παραδόσεις και τα έθιμά της Αργολίδας.Ήταν αν θυμάμαι καλά το 2002 και ο Γιώργος Κ. συνταξιούχος πλέον είχε επιστρέψει από την Αθήνα στην ιδιαιτέρα του πατρίδα.
Επειδή το μικρόβιο του δημοσιογράφου και του συγγραφέα
φεύγει όταν κλείνουν τα μάτια μας, έτσι και
ο Γιώργος Κ. αρθρογραφούσε στην καθημερινή εφημερίδα «ΑΡΓΟΛΙΔΑ» όπως και εγώ «μπουσουλώντας» τότε στα άδυτα της δημοσιογραφίας....
Εκεί λοιπόν στο «Βουλευτικό» ο Γιώργος Αντωνίου με
συστήνει στον Γ. Καραμάνο και αυτός μου λέει αμέσως «σε διαβάζω στην «ΑΡΓΟΛΙΔΑ» είσαι σε καλό δρόμο προχώρα»
Διαβάζοντας
το πιο κάτω άρθρο ήρθε στη σκέψη μου αυτή η γλυκιά θύμηση! Είναι για μένα τιμητική και με συγκίνησε πολύ, γι’ αυτό το λόγο - κυρίως- κάνω αυτήν την αναδημοσίευση, αλλά και ως Μνημόσυνο στον
αείμνηστο…
ΣΤΑΜ. ΔΑΜ.
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
15 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Καραμάνου
-Inmemoriam-
13 Σεπτεμβρίου 2019
Γράφει η Βάλια Καραμάνου
Ένα ουσιαστικό μέρος της γνωριμίας μου
με τον πατέρα μου οφείλεται στο αρχείο που μου κληροδότησε, στο έργο του.
Αρχικά, αιφνιδιασμένη από το θάνατό του, αδυνατούσα να το συνειδητοποιήσω.
Κατόπιν όμως, όταν άρχισα διστακτικά να εξερευνώ τον απέραντο όγκο του, σύμφωνα
με την τελευταία επιθυμία του, ανακάλυψα κι άλλες πτυχές του Γιώργου Καραμάνου,
που μέχρι τότε αγνοούσα.
Από παλιά δέσποζαν στο μυαλό μου
διάσπαρτες εικόνες από την οικογενειακή μας ζωή. Στο σπίτι μας, τον θυμάμαι
συνέχεια να γράφει με ιδιαίτερη προσήλωση. Κάποιες άλλες στιγμές πάλι γινόταν
παιδί κι αυτός μαζί με μένα και την αδερφή μου, σκάρωνε αυτοσχέδια τραγουδάκια
στο λαγούτο του πατέρα του και μαζί δημιουργούσαμε φανταστικές ιστορίες.
Όλα αυτά δεν παρέλειπε να τα ηχογραφεί στο δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι του.
Περισσότερο όμως απολάμβανε να μας φωτογραφίζει, όπως έκανε με καθετί γύρω του
που του κέντριζε το ενδιαφέρον και την προσοχή. Αυτή ίσως είναι η κυρίαρχη
εικόνα του στο μυαλό μου: ο πατέρας μου να τριγυρνά με τη φωτογραφική μηχανή
περασμένη στο λαιμό του, έτοιμη να αιχμαλωτίσει τη στιγμή στους ατελείωτους
περιπάτους μας στην φύση.
Χωρίς αμφιβ ολία ήταν άνθρωπος
του πάθους, ασυμβίβαστος, που η οξύτητά του συχνά τον οδηγούσε σε ρήξεις με τον
περίγυρό του. Πότε γινόταν ανυπόμονος και πεισματάρης σαν
παιδί με σκληρότητα στο λόγο του, άλλοτε πάλι η παιδιάστικη λες
ευαισθησία του τον καθιστούσε ανίκανο να συγκρατήσει τα συναισθήματα ή τα
δάκρυά του.
Για μένα και την αδερφή μου, όπως και
για τους συγχωριανούς του, ήταν ο φωτογράφος του χωριού με τα χωρατά του, τις
ατελείωτες διηγήσεις του, ένας πραγματικός ευθυμογράφος, όπως τον αποκαλούσε ο
περίγυρός του. Ωστόσο, παράλληλα μου είχαν δημιουργηθεί υποψίες, παρότι ήμουν
παιδί, ότι τελικά ο Γιώργος Καραμάνος, πέρα από αυτή του την ιδιότητα, υπήρξε
μια σπουδαία πνευματική προσωπικότητα, αυτοδημιούργητη και γι’ αυτό αυθεντική,
που όμως η παιδικότητά μου τότε δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει το μέγεθός
της. Υπήρχαν όμως ενδείξεις, που με έκαναν να το διαισθάνομαι στην ηλικία των
6-8 ετών: σημαντικές φυσιογνωμίες, των οποίων τα λογοτεχνικά κείμενα
διδασκόμασταν στο μάθημα των Νέων Ελληνικών στο σχολείο, σύχναζαν στο σπίτι
μας. Ακόμα και ο νονός μου ήταν ο Γιάννης Γουδέλης, ιδιοκτήτης του
εκδοτικού οίκου «Δίφρος». Συχνά κάναμε επισκέψεις οικογενειακά σε
τέτοιους χώρους, που η βαθιά εντύπωσή τους υπάρχει ακόμα ζωντανή στη μνήμη μου:
στο εργαστήρι του Μποστ –από το οποίο έχω φυλάξει έως σήμερα ενθύμια- με τις
εντυπωσιακές «ανορθογραφίες» του, μια κυριακάτικη πρωινή επίσκεψη στο
ατελιέ της ζωγράφου Ντιάνας Αντωνακάτου, που μου έδειξε τις
πρώτες γραμμές στον καμβά και βέβαια οι δύο εντυπωσιακές κολοκύθες στο πατρικό
της μητέρας μου στο Κουρτάκι, τις οποίες ο ζωγράφος Στρατής
Αναστασέλλης μετέτρεψε με το μαγικό άγγιγμα του πινέλου του σε
μοιραίες «γυναίκες» ένα καλοκαιρινό απόγευμα.
Σε αυτό ακριβώς το αγρόκτημα, στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου στο Κουρτάκι,
φιλοξενήθηκαν πολλές τέτοιες προσωπικότητες σημαντικών ανθρώπων: ο Παύλος
Παλαιολόγος, που μετά από την ολιγοήμερη διαμονή του έγραψε ένα σχετικό
άρθρο στο Βήμα με τίτλο «Σε χρυσούς κόσμους» αναφερόμενος στην συγκομιδή
του πορτοκαλιού το χειμώνα. Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, κριτικός
δοκιμιογράφος και μεταφραστής ,καθώς και ο Χρήστος Παπουτσάκης, εκδότης
του περιοδικού ΑΝΤΙ, του οποίου συνεργάτης υπήρξε και ο πατέρας μου και δεν
έχανα και γω ευκαιρία να στείλω τις ζωγραφιές μου για δημοσίευση. Άλλος ένα
σπουδαίος φίλος του υπήρξε ο Φίλιππος Δρακονταειδής –διακεκριμένος
πεζογράφος κ μεταφραστής – ο οποίος μάλιστα στωικά υπέμεινε τις ενδυματολογικές
μεταμορφώσεις, στις οποίες τον υποβάλλαμε κατά τα παιχνίδια μας εγώ και η
αδερφή μου! Ακόμα και σε μεγαλύτερη πια ηλικία θυμάμαι την επίσκεψή μου
στον Κώστα Μητρόπουλο, πρύτανη της ελληνικής γελοιογραφίας και την
γνωριμία μου με τα «άγρια μωρά». Υπήρξαν κι άλλοι, όπως ο Άγγελος
Τερζάκης, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Νίκος Καρούζος και πολλοί που ακόμα
πιθανόν αγνοώ. Πολλά πρόσωπα πέρασαν από την ζωή μας, των οποίων την
σπουδαιότητα απλά υποψιαζόμασταν, ωστόσο την βιώναμε στην κοινωνική μας
ζωή.
Και δεν ήταν μόνο αυτό: Βιβλία
τυπώνονταν με το όνομα του πατέρα του, οι εφημερίδες έγραφαν γι’ αυτόν και η
ζωή του παππού μου Γιάννη Καραμάνου ζωντάνευε στην ασπρόμαυρη τότε κρατική τηλεόραση
τα απογεύματα. Ακόμα διατηρώ ζωντανή στη μνήμη μου μια επίσκεψή μου στα πλατό,
όπου γυρίζονταν ο «Φωτογράφος του χωριού» (εκδόσεις Φιλιππότη 1970) στα Σπάτα
και με είχε μαγέψει η πρώτη πραγματική μου επαφή με την τηλεόραση.
Μεγαλώνοντας πια, είχα την ευκαιρία σαν
πιο ώριμος αναγνώστης να απολαύσω τα λογοτεχνικά του έργα και να αναγνωρίσω σε
αυτά αυτοβιογραφικά του στοιχεία . Ήταν η ιστορία ενός ξυπόλητου
αγοριού από φτωχή οικογένεια στο Μάνεσι Αργολίδας, με ανήσυχο και
πρωτοποριακό όμως πνεύμα, που κατάφερε τελικά να κατακτήσει το χώρο των
γραμμάτων και μάλιστα χρήστηκε και πρόεδρος της βιβλιοθήκης του Ναυπλίου «ο
Παλαμήδης». Στο έργο του απεικονίζονται κατ’ επέκταση η
φτώχεια των χωριών της Αργολίδας, το κύμα της μετανάστευσης του μεσοπολέμου και
πολλές πτυχές από την ζωή στην επαρχία εκείνης της εποχής με τις χαρές και τα
προσωπικά τους δράματα.
Ακόμα και τότε όμως νομίζω ότι δεν
γνώριζα ουσιαστικά τον πατέρα μου, παρότι από το 2003 και εξής συσφίχτηκαν κι
άλλο οι σχέσεις μας. Με παιδικό ενθουσιασμό τότε -θυμάμαι- μου έδειχνε τις
φωτογραφίες που θα απάρτιζαν το λεύκωμα ,το οποίο σκόπευε να εκδώσει σύντομα ή
τα λογοτεχνικά σενάρια που έπλαθε ως προσχέδιο νέων βιβλίων και με καμάρι μου
διάβαζε τα διηγήματα στο τελευταίο βιβλίο του «Γυρεύοντας το πρόσωπο» (εκδόσεις
Γαβριηλίδης 2003).
Ο θάνατός του (17/9/2004) αναπάντεχος
με άφησε εξαντλημένη ψυχικά να προσπαθώ να διαχειριστώ ό,τι μου
κληροδότησε. Ίσως από εκείνη τη στιγμή τελικά να ξεκίνησε η
ουσιαστική γνωριμία μου με τον Γιώργο Καραμάνο. Θυμάμαι πως η αρχή έγινε
ενώ διάβαζα ένα κείμενο του Κώστα Μητρόπουλου αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα
μου με τίτλο «ένα αίνιγμα μια κερατένιας εποχής»: «Συγκρουσιακός , όπως
όλοι οι πραγματικοί ευθυμογράφοι , δεν καταλάβαινε οποιαδήποτε άλλη πλευρά της
ζωής, παρά μόνο την αστεία της. Οποιαδήποτε άλλη ήταν αιτία για ρήξη!»
,«κινήθηκε πικραμένος κ καυστικός στον περίγυρο… αγνόησε το Παρόν , όπως κ
εκείνο αυτόν». Ή σε ένα ανάλογο κείμενο του Δημήτρη Ραυτόπουλου
τονιζόταν το «τραγικό στοιχείο, που υποστρωματώνει αδιόρατο τη σάτιρά
του δίνοντάς της στερεότητα και βάθος».
Από το αξιόλογο αρχείο του
δεν θα μπορούσαν φυσικά να απουσιάζουν τα μυθιστορήματά του, που ήδη έχουν
εκδοθεί, ακόμα και η σατιρική εφημερίδα «Μπαμ», που κυκλοφόρησε ο ίδιος
σε συνεργασία με δυνατά ονόματα, όπως αυτά του Δημήτρη Ψαθά, του Μποστ ή του
Κώστα Μητρόπουλου και άλλων. Πέρα από αυτό, απαριθμούνται εκατοντάδες άρθρα
του, εύθυμες ιστορίες του χωριού και ρεπορτάζ από την δημοσιογραφική του
καριέρα σε τοπικές και μη εφημερίδες, όπως η Αργολίδα, τα Ναυπλιακά Νέα, τα
Νέα, το Βήμα, η Αυγή ή το περιοδικό «ΑΝΤΙ».
Ένα αρχείο τέτοιας έκτασης και
σπουδαιότητας, δεν θα μπορούσε για μένα να αποτελέσει κάτι άλλο, παρά πηγή
έμπνευσης και λαχτάρα δημιουργίας, αξιοποίησης και συνέχισης του έργου του.
Άλλωστε, ως κόρη του Γιώργου Καραμάνου, οφείλω να παραδεχτώ ότι το ίδιο
«μικρόβιο», το ίδιο μεράκι κυλάει και στις δικές μου φλέβες.