...Η περιπλάνηση της μνήμης πραγματώνεται με τις αναμνήσεις...
---------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο
ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ
(Η
τέχνη του λόγου στην παραδοσιακή κοινωνία)
«Το
παρελθόν μιλά, όσο το ρωτούν ζωντανοί άνθρωποι
και αληθινοί κληρονόμοι γίνονται
μόνο οι ερμηνευτές του»
ΠΩΛ ΡΙΚΕΡ - Γάλλος φιλόσοφος
Γράφει η Βιβή Σκούρτη
Είναι πια γνωστή στον
περίγυρό μου η λατρευτική εμμονή μου στη μνήμη.
Η μητέρα μου, που ευτυχώς ακόμα έχει πλούσιο απόθεμα μνήμης, με την
αφήγησή της με βοήθησε να μεταφέρω γραπτώς την εξιστόρηση ένα γεγονότος παρελθόντος χρόνου, που αφορά ήρωες απλούς, καθημερινούς,
μιας άλλης εποχής και να βρω ταυτόχρονα μαζί της έναν τρόπο επικοινωνίας χωρίς
ν’ ακούω για φάρμακα, πίεση, ζάχαρο. Χρόνος γελωτοποιός!
Ο παππούς Αριστείδης
Φοίβας νεαρός της εποχής του είχε
ερωτική σχέση με την Χρυσάνθη Κιούση, αδελφή του Γιάννη Κιούση (Γύπαρη). Ήταν
μια όμορφη ανοιχτόχρωμη νεαρή, με πολύ όμορφα καταγάλανα μάτια. Το σπίτι τους
ήταν κοντά στα Μαντράκια. Προκειμένου να βλέπονται είχαν συμφωνήσει να
συναντιούνται κρυφά στο σπίτι της, μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο επικοινωνίας. Τα παραθυρόφυλλα
απετέλεσαν το μέσο της οπτικής μετάδοσης
του παράνομου μηχανισμού. Θα έμπαινε στο σπίτι της όταν το παράθυρο ήταν
ανοιχτό σε αντίθεση αν ήταν κλειστό, που σήμαινε ότι ο αδελφός της ήταν στο
σπίτι.
Μια μέρα πέρασε έξω
από το σπίτι της, είδε το παράθυρο κλειστό, κατέβηκε στα Μαντράκια και είδε τον
αδελφό στη βάρκα του. Διαταράχτηκε η εμπιστοσύνη των λόγων της, ψυχράνθηκε
ερωτικά, θύμωσε πολύ, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, το θεώρησε κοροϊδία και
αποφάσισε μονομερώς τη διακοπή της σχέσης τους. Ο παππούς ήταν τραχύς, άκαμπτος
και πεισματάρης με αρβανίτικο πείσμα (koke-that).
Ως αντίποινα πήγε και ζήτησε το χέρι της
16χρονης Κατίνας Φλεβαράκη από τον πατέρα της Γιάννη (Χιώτη) και τη μητέρα της
Μαρίνα, που δεν απέρριψαν την πρότασή του.
Θεώρησαν όμως σωστό να περιμένουν για την επισημοποίηση του
λογοδοσήματος την επάνοδο από το μέτωπο του πολέμου του γιού τους. Η κρίση του
πατέρα στην εποχή που αναφερόμαστε σε ότι αφορούσε την επιλογή συντρόφου της
κόρης ήταν καθοριστική! Η κοινωνική αντίληψη της εποχής ήθελε τον πατέρα στον
αποφασιστικό ρόλο και ήταν απαράβατος νόμος η υπακοή στην πατρική εξουσία!
Ο Αριστείδης ωστόσο
προκειμένου να στείλει το μήνυμα στη Χρυσάνθη της διακοπής της σχέσης τους και
της τροποποίησης των συναισθημάτων του, κατέφυγε στον έμμετρο λόγο. Επινόησε
και σκάρωσε στίχους που εύστοχα ταίριαζαν στην περίσταση και περιείχαν το δικό
τους νόημα∙ και επειδή οι στίχοι αναζητούσαν κάποια μελωδία, μια μουσική
επένδυση για να τραγουδηθούν, που θα ταίριαζε και με το μέτρο των στίχων, δανείστηκε
τη μελωδία του Ερωτόκριτου.
Το βράδυ στο σοκάκι της έκανε καντάδα στην πρώην
πια αγαπημένη του με τους αυτοσχέδιους στίχους του, δημιουργήματα της στιγμής
και της τσαντίλας του, τραγουδώντας της την έλλειψη του ερωτικού του
ενδιαφέροντος, με λόγο πλήρη και λιτό:
«Τα έμαθες Χρυσάνθη μου τα θλιβερά μαντάτα;
Ο έρωτας μ’
ανάγκασε να πάω σ’ άλλη στράτα»
Γυρνώντας ο αδελφός της Κατίνας από τη
Μικρασιατική εκστρατεία και αποστολή στον Σαγγάρειο ποταμό που ήταν στρατιώτης
διαφώνησε με την πατρική επιλογή, τη θεώρησε άκαιρη και λανθασμένη και ανέστειλε το γεγονός, επιπλήττοντας τον
πατέρα του που προσηλωμένος στις προκαταλήψεις και προλήψεις της εποχής του,
του απάντησε: «Δεν διώχνουμε παιδί μου την πρώτη τύχη, είναι γρουσουζιά ».
Η Κατίνα ωστόσο από το φόβο να μην την κλέψει ο
Αριστείδης δεν βγήκε από το σπίτι και δεν πήγε στο πηγάδι για νερό για ένα
χρόνο.
Για να μη διαταραχθεί η εσωτερική οικογενειακή
τάξη, ο αρραβώνας έγινε ένα χρόνο μετά και ακολούθησε ο γάμος. Το ζευγάρι
απέκτησε 9 παιδιά 4 αγόρια και 5 κορίτσια, εκ των οποίων το αγόρι πέθανε νωρίς
και το κορίτσι, η Γιαννούλα χάθηκε από την πείνα το 1940.
Η περιπλάνηση της
μνήμης πραγματώνεται με τις αναμνήσεις.