…«Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές του Αη Γιάννη αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες, που’χουν πεθάνει!»…
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
24 Ιουνίου: «Το Γενέθλιον Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού»
(Εκκλησιαστική λατρεία και παραδόσεις)
του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη
Εισαγωγή
Στο πλαίσιο της ενασχόλησής μου με την
εκκλησιαστική λατρεία και τις λαϊκές παραδόσεις της Ερμιόνης που τη συνοδεύουν,
ήθελα από καιρό να γράψω για τη γιορτή του Αϊ-Γιάννη του Κλήδονα και τις
σχετικές τελετουργίες. Πάντα, όμως, κάτι συνέβαινε και κάποιες άλλες ανάγκες
και δραστηριότητες έπαιρναν τη θέση της. Επιτέλους ήρθε η ώρα να αναφερθώ σ’
αυτή τη θρησκευτική γιορτή, που συνοδεύεται από ένα πλήθος ηθών και εθίμων με
ποικίλες παραλλαγές στον ελληνικό χώρο. Σε ό,τι αφορά την περιγραφή μου
στηρίχθηκα στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, στις σημειώσεις της μητέρας
μου, τις αφηγήσεις ορισμένων συντοπιτών και κυρίως σε προσωπικά βιώματα.
Το θρησκευτικό γεγονός και η
εκκλησιαστική λατρεία
Στις 24 Ιουνίου η εκκλησία μας γιορτάζει
τη Γέννηση του Ιωάννη του Προδρόμου «της στείρας το βλάστημα», όπως σοφά
αποκαλείται. Από τον Ευαγγελιστή Λουκά (Λουκά Λ-36, 57-68, 76-80)
πληροφορούμεθα ότι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ έξι μήνες πριν επισκεφθεί την Παναγία
για το χαρμόσυνο γεγονός, είχε αναγγείλει στον Ζαχαρία, ότι η «άγονη και στείρα»
γυναίκα του Ελισάβετ, αν και βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία, θα γεννούσε αγόρι
που θα το ονόμαζαν Ιωάννη. Έτσι μετά από πολλούς κόπους, δάκρυα και προσευχές
ικανοποιήθηκε η επιθυμία τους να αποκτήσουν παιδί.
Για τον λόγο αυτό έξι μήνες πριν από τον
Ευαγγελισμό, στις 23 Οκτωβρίου, εορτάζεται «η Σύλληψις του Τιμίου Προδρόμου»
και έξι μήνες πριν από τα Χριστούγεννα, στις 24 Ιουνίου, εορτάζεται η Γέννησή
Του.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η
Εκκλησία μας εορτάζει τη γέννηση και την «είσοδό τους» στη ζωή μόνο τριών
προσώπων: Του Χριστού (25 Δεκεμβρίου), της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου) και του
Προδρόμου (24 Ιουνίου). Σε όλους τους άλλους Αγίους εορτάζεται, όπως είναι
γνωστό, η ημέρα της Κοίμησής τους.
Στον Δήμο Ερμιονίδας προς τιμή του
Προδρόμου υπάρχει ο ιστορικός και μεγαλοπρεπής μητροπολιτικός ναός στο Κρανίδι,
που πανηγυρίζει στις 29 Αυγούστου. Υπάρχουν ακόμη και τέσσερα μικρά εκκλησάκια,
το καθένα με τη δική του ξεχωριστή ομορφιά αλλά και τη δική του ιστορία. Ο
Αγιογιάννης στο Μπίστι (Ερμιόνη), ο Αϊ - Γιάννης στο Λαμπαγιαννά (Φούρνοι), ο
Αγιογιάννης της Σταϋλιας (Ηλιόκαστρο) και ο Άγιος Γιάννης ο Καρτέρης στο
Σαλάντι (Δίδυμα). Από τα τέσσερα ξωκλήσια εκείνο που είναι αφιερωμένο στο
«Γενέθλιον του Προδρόμου» και εορτάζει στις 24 Ιουνίου είναι ο Άγιος Γιάννης ο
Καρτέρης. Ονομάστηκε έτσι γιατί, καθώς λέγεται, ανήμερα της γιορτής του, το
1821, ο τούρκικος στόλος δεν τα κατάφερε να αποβιβαστεί εκεί, αφού τα πλοία του
«κοστάρισαν» στα ρηχά νερά της παραλίας και δόθηκε έτσι η ευκαιρία στα
ελληνικά, που τους είχαν στήσει καρτέρι, να τα καταστρέψουν. Τέλος, γιορτάζει
και ο ένας από τους τρεις ενωμένους σταυρεπίστεγους ναούς (βρίσκεται στη νότια
πλευρά και δεξιά της εισόδου) του καθολικού της Μονής των Αγίων Αναργύρων, που
είναι αφιερωμένος στο «Γενέσιον του Τιμίου Προδρόμου».
Συσχετισμοί, παρερμηνείες, έθιμα
Ο συσχετισμός των θρησκευτικών γεγονότων
και των φυσικών φαινομένων με την προσπάθεια του ανθρώπου να τα ερμηνεύσει «για
να πάρει τα μέτρα του» και, κυρίως, να προφυλαχθεί από κάθε είδους κίνδυνο,
θεωρώ, πως αποτελούν την αιτία των πολυάριθμων εθίμων της γιορτής, τα οποία
αυξάνονται με την προσθήκη παραλλαγών και παρερμηνειών, που συναντάμε από τόπο
σε τόπο.
Οι φωτιές
Ο παράκαιρος τοκετός της Ελισάβετ
θεωρήθηκε ως σπάνιο και πρωτοφανές γεγονός που εξέπληξε τον τότε κόσμο και
διαδόθηκε με κάθε τρόπο και μέσο σ’ ολόκληρη την Ιουδαία.
Αργότερα οι χριστιανικοί λαοί -ίσως-
πρόσθεσαν την παράδοση ότι η χαρμόσυνη είδηση διαδόθηκε από τόπο σε τόπο με τις
φωτιές, γνωστό μέσο επικοινωνίας της εποχής. Συμβολικά, λοιπόν, μέχρι τις
ημέρες μας ανάβουν φωτιές την παραμονή της γιορτής αν και, πιστεύω, πως
ελάχιστοι θυμούνται και δίνουν σημασία στο θρησκευτικό γεγονός.
Ωστόσο είναι γνωστές οι δοξασίες για την
πυρολατρεία και τη φωτιά ως καθαρτηρίου και θεραπευτικού μέσου των πόνων και
των ποικίλων ασθενειών του σώματος. Με την πυρά περνούν οι πονοκέφαλοι, οι
ισχιαλγίες και καταστρέφεται κάθε «σάπιο και άχρηστο» που είναι εστία μολύνσεων
και επιβλαβές για το σώμα. Η φωτιά, τέλος, είναι «το διαβατήριο» για μια
υγιεινή ζωή.
Οι θερινές τροπές (ηλιοστάσιο)
Ο χρόνος της γιορτής συνέπιπτε με τις
θερινές τροπές του ήλιου (θερινό ηλιοστάσιο 21-22 Ιουνίου). Αυτή την
ημερομηνία, όπως είναι γνωστό, γίνεται η μετάβαση από την άνοιξη στο καλοκαίρι
και τούτο το θεωρούσαν σημαντικό αλλά και επικίνδυνο. Το ίδιο, φυσικά,
συμβαίνει και με τις χειμερινές τροπές του ήλιου (χειμερινό ηλιοστάσιο 21-22
Δεκεμβρίου), που γίνεται η δεύτερη καμπή του χρόνου και η μετάβαση από το
φθινόπωρο στον χειμώνα. Εκεί κοντά βρίσκονται και τα Χριστούγεννα (25
Δεκεμβρίου) που σχετίζονται, όπως είδαμε, με τη γιορτή της γέννησης του Ιωάννη.
Η παρετυμολογία του ονόματος Γιάννης
Το πρωί της γιορτής και με την ευνοϊκή
επίδραση του ήλιου οι άνθρωποι ξεχύνονται στην ύπαιθρο, για να μαζέψουν
θεραπευτικά φυτά και ιαματικά βότανα, που θα τα χρησιμοποιήσει η οικογένεια στη
διάρκεια του χειμώνα για ροφήματα και άλλα γιατροσόφια. Η συνήθεια αυτή
αποδίδεται στην παρετυμολογία (εσφαλμένη εξήγηση της λέξης εξαιτίας της
ομοηχίας) του ονόματος Γιάννης (γιαίνω= γίνομαι καλά, θεραπεύομαι). Έτσι
μαζεύουν χαμομήλι, τσάι του βουνού, φασκόμηλο, μολόχα και κυρίως ρίγανη που
χρειάζεται για να ανοίξει η όρεξη, να συντηρούνται οι τροφές και να θεραπεύεται
ο βήχας, ο πονόλαιμος και το συνάχι. Θυμάμαι εκείνο τον περιφερόμενο
μικροπωλητή που ερχόταν στην Ερμιόνη και …διαλαλούσε το εμπόρευμά του:
- Ρίγανη
του Αγιογιάννη! Κι εμείς καταλαβαίναμε: ρίγανη απ’ τον Αγιογιάννη!
Ο Κλήδονας >>>>>>>>
«Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις», έλεγε
ο φιλόσοφος της Αρχαίας Ελλάδας Αντισθένης.
Κληδών-ώνος, είναι η πρόρρηση και η
πρόβλεψη του μέλλοντος, άρα κλήδονας η είδηση των γεγονότων που πρόκειται να
συμβούν, η μαντική.
Ο τρόπος που αποκάλυψε το απίστευτο όσο
και ευχάριστο μήνυμα ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στον Ζαχαρία, όταν όλα έδειχναν
ακατόρθωτα, αλλά και η πορεία της ζωής του Προδρόμου μέχρι τη συνάντησή Του με
τον Χριστό ενέχουν την πρόρρηση και την προφητεία. Να λοιπόν κι ένας ακόμη
λόγος, που έδωσε αφορμή για μαντείες και προγνώσεις, προλήψεις και
δεισιδαιμονίες και άλλες ειδωλολατρικές δοξασίες και πράξεις.
Τα πολλά ονόματα του Αγίου
Τα τέσσερα γεγονότα που προανέφερα ήσαν,
νομίζω, οι αιτίες για να στηριχθούν τα πολυάριθμα έθιμα της γιορτής, αλλά και
να δοθούν τόσα πολλά ονόματα στον Άγιο. Είναι η παντοτινή προσπάθεια των
ανθρώπων να ξορκίσουν την κακοτυχία, να μαντέψουν τα μελλούμενα, να ερμηνεύσουν
τους οιωνούς παρατηρώντας ήχους, φράσεις και εικόνες, να επωφεληθούν και να αποκομίσουν
ό,τι καλύτερο από εκείνη τη μέρα. Έτσι στον Άγιο Γιάννη δόθηκαν τα προσωνύμια
Κλήδονας, Μηνυματάρης, Ριζικάρης, Λιοτρόπης, Λαμπαδιστής, Λαμπροφόρος,
Λαμπαδιάρης, Φανιστής, Ριγανάς, Βλαστολόγος, Μελάς και ίσως και κάποια άλλα.
Οι φωτιές στην Ερμιόνη
Ο αείμνηστος δάσκαλος Μιχαήλ
Παπαβασιλείου στο βιβλίο του «Θρύλοι και παραδόσεις της Ερμιόνης» περιγράφει
τις φωτιές του Αϊ -Γιάννη και τα έθιμα που τις συνόδευαν στα χρόνια του. Η
περιγραφή του στηρίζεται, ασφαλώς, στις προσωπικές του εμπειρίες, αλλά και σε
ακούσματα που είχε για παλιότερες εποχές. Έτσι μπορούμε να πούμε πως έχουμε μια
σαφή εικόνα του εθίμου στην Ερμιόνη κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα
αλλά και για το πρώτο μισό και πλέον του 20ου αιώνα. «Κατά
μίμησιν εκείνων» -των προγόνων- και η γενιά μου όπως τα βρήκε, τα ακολούθησε.
Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι από τα
πανάρχαια χρόνια η Ερμιόνη «ένα λιμάνι στα Ν.Α. παράλια της
Πελοποννήσου ήταν σημαντικό κέντρο παγανιστικής λατρείας», όπως η
Κάθριν Νεβίλ αναφέρει στο βιβλίο της «Μαγικός Κύκλος». Άλλωστε και την
πανέξυπνη μάγισσα και στενότερη φίλη του Χάρι Πότερ, Ερμιόνη την έλεγαν!
Η φωτιά της γειτονιάς μου - Ανάβουμε φωτιές στις γειτονιές!
Με ιδιαίτερη ανυπομονησία μικροί και
μεγάλοι περίμεναν να βραδιάσει για ν’ ανάψουν στον ανοιχτό χώρο κάθε γειτονιάς
τη φωτιά τους. Από μέρες τα παιδιά του Λιμανιού και του Μπιστιού, αγόρια και
κορίτσια, έτρεχαν στο Μπίστι να μαζέψουν καραμπούσια και όσα ξερά κλαδιά
υπήρχαν. Κάποιοι ανέβαιναν στο Κρόθι κι έκοβαν βένια.
Εμείς, παιδιά του Ταξιάρχη και των
Μύλων, τα μαζεύαμε πάνω στον λόφο και φέρναμε ό,τι άχρηστο και παλιό καιγόταν
απ’ τις «γκουλούμες» που βρίσκονταν λίγο πιο πέρα από τα τελευταία σπίτια τότε
της πόλης, στο «Γκουρουμέσι». Μερικά έφερναν και ξύλα από κείνα που είχαν
περισσέψει στο σπίτι τον χειμώνα αλλά και κάθε λογής άχρηστα αντικείμενα, που
βρίσκονταν φυλαγμένα στις αποθήκες των σπιτιών τους.
Με το πρώτο σκοτάδι ανάβαμε τη φωτιά έξω
από το σπίτι του «Μπούλη» και τρελαμένα από το πρωτόγνωρο θέαμα στήναμε το
πανηγύρι της χαράς! Πηδούσαμε πρώτα όλα τα παιδιά με τη σειρά τρεις φορές, όπως
είναι το έθιμο, με γέλια και ξεφωνητά φωνάζοντας το γνωστό «Σιν Γιάννη
ψώρεσε».
Ήταν νομίζω, η παράκληση στον Άγιο να
μας προφυλάξει από τη φοβερή αρρώστια της ψώρας, που βασάνιζε τους ανθρώπους σε
καιρούς περασμένους. Πηδούσαμε στη συνέχεια ξανά και ξανά τη φωτιά μέχρι που
έσβηνε, καθώς τελείωναν τα ξύλα. Ρίχναμε, θυμάμαι, και νερό με χώμα για κάθε
ενδεχόμενο και στη συνέχεια οι περισσότεροι ανηφορίζαμε πάνω από τον Ταξιάρχη.
Εκεί στην πλατεία, Ν.Δ. του πεύκου,
σχεδόν στην αυλόπορτα του σπιτιού του μακαρίτη Μήτσου Οικονόμου, πατέρα της
Κασσάνδρας, άναβε, νομίζω, η μεγαλύτερη φωτιά της πόλης και τη «συνόδευε»
ολόκληρη η τελετουργία που θέλει το έθιμο.
Γύρω στις εννέα άναβε η φωτιά. Με τις
πρώτες φλόγες πηδούσαν οι μεγαλύτεροι στην ηλικία και κάποιες γυναίκες
κρατώντας σηκωμένα τα φορέματά τους και τις μακριές ποδιές τους, για να
αποφύγουν το καψάλισμα, λέγοντας το «Σιν Γιάννη ψώρεσε», ενώ κάποιες παραποιώντας
το έλεγαν «Σιν Γιάννη ψώριζα». Στη συνέχεια έριχναν στη φωτιά και τα
στεφάνια της Πρωτομαγιάς που είχαν απομείνει κρεμασμένα στις πόρτες των
σπιτιών. Η φωτιά ολοένα και δυνάμωνε! Οι φλόγες ψήλωναν, έφταναν σχεδόν μέχρι
την κορυφή του διπλανού πεύκου! Μέσα στο μεθυστικό λαχάνιασμα και στη
μυρουδιά του καμένου ξύλου ελευθερώνονταν τα όνειρα κι ανέβαιναν ψηλά!1 Τα
μεστωμένα παλληκάρια πηδούσαν πρώτα, κάνοντας φιγούρες, ψαλιδάκια και
εντυπωσιακά στριφογυρίσματα! Ακολουθούσαν οι πιο θαρρετές κοπέλες. Βλέποντάς τες
οι διστακτικοί, «με μισή καρδιά», επιχειρούσαν το «παράτολμο» πέρασμα της
φωτιάς.
Καθώς η ώρα προχωρούσε ο κόσμος γινόταν
όλο και πιο πολύς! Συνεχώς κατέφθαναν νέοι και νέες από άλλες γειτονιές που
έμπαιναν στην παρέα, αφού όλη η Ερμιόνη ήξερε πού ακριβώς στηνόταν το μεγάλο
πανηγύρι.
Γύρω στις 11:00, όταν η φωτιά άρχιζε να
«κάθεται», με ευκολία πηδούσαν, «έτσι για το καλό», όσες και όσοι πρωτύτερα δεν
το είχαν αποτολμήσει. Εκείνη ακριβώς την ώρα καταγράφονταν κάποιες «ύποπτες»
κινήσεις των μεγάλων παιδιών κι ένα περίεργο «σούσουρο» ακουγόταν τριγύρω,
προκαλώντας εύλογες απορίες και ερωτήσεις σε μας τους μικρότερους. Η προσπάθειά
μας να λύσουμε το …μυστήριο, έπεφτε στο κενό, καθώς όλοι κρατούσαν «σιγήν
ιχθύος»… Φως φανάρι, όμως, πως αλλού έτρεχε ο νους τους και όχι πλέον στη φωτιά
ούτε σε μας!
Θα ’μουν περίπου 12 χρόνων, όταν
πληροφορήθηκα ότι εκείνες τις ώρες ετοιμαζόταν, κυρίως, η ομάδα των παιδιών για
το κλέψιμο του κανατιού από το σπίτι, που από μέρες είχε εντοπιστεί, για να
συνεχιστεί το έθιμο. Θυμάμαι πως, με άλλους συνομηλίκους μου, είδαμε «ιδίοις
όμμασι» την κλοπή του κανατιού μια χρονιά από την ταράτσα του σπιτιού του
μακαρίτη Γιάννη Οικονόμου (Τροκαντερού) και μια άλλη από το παράθυρο του γέρο
Μιχαλιού απέναντι από το Μονοπώλιο.
Μια νεαρή κοπέλα, που είχε και τους δυο
γονείς της εν ζωή, συνοδευόμενη από τις άλλες, κρατώντας το κανάτι - λάφυρο
κατευθυνόταν προς το καλογερικό πηγάδι. Με μια «μπρακάτσα» γέμιζε το
κανάτι με το «αμίλητο νερό», ενώ οι άλλες, καθώς τα αγόρια είχαν αποχωρήσει,
«κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα» αγωνιώντας σε μικρή απόσταση κοντά στην είσοδο.
Στη συνέχεια η ομάδα επέστρεφε αμίλητη,
για να μην ταραχθεί στο ελάχιστο η τύχη που «μετέφεραν» στο κανάτι και όλες,
περασμένα μεσάνυχτα πια, μαζεύονταν στην αυλή της Κασσάνδρας, αν θυμάμαι καλά ή
σε κάποιο από τα γειτονικά σπίτια.
Εκεί κάτω απ’ τον αστροφώτιστο ουρανό η
καθεμιά τους έριχνε μέσα στο κανάτι την τύχη της, το ριζικάρι, όπως το έλεγαν!
Ένα δαχτυλίδι, δηλαδή, ή ένα σκουλαρίκι, ένα βραχιόλι, καρφίτσες, παραμάνες,
χάντρες, κομπολογιών ή ό,τι άλλο ήθελαν. Οι περισσότερες έριχναν, συμβολικά,
μικρά κλειδιά για να ξεκλειδώσει η τύχη τους και να πραγματοποιηθούν οι πιο
βαθιές και κρυφές τους επιθυμίες. Στο τέλος σκέπαζαν το κανάτι μ΄ ένα κόκκινο
πανί, χρώμα του δυνατού έρωτα, το έδεναν προσεκτικά μ’ ένα κορδόνι, το κλείδωναν
με μικρό λουκέτο και αφήνοντάς το κάτω απ’ τ’ άστρα επέστρεφαν στα σπίτια τους.
Βλέπετε ο Κλήδονας ήθελε «το δικό του κλείδωμα» και μάλιστα με λουκέτο, για τη
μέγιστη δυνατή ασφάλεια!
Ανήμερα της γιορτής, με το σχόλασμα της
εκκλησίας και λίγο πριν ο ήλιος μεσουρανήσει, η αυλή του σπιτιού με το …κανάτι
γέμιζε πάλι από κόσμο. Περίμεναν όλοι να ξεκλειδώσει ο Κλήδονας και οι κοπελιές
να δουν το ριζικό τους! Η κοπέλα που είχε γεμίσει το κανάτι, καθόταν στο κέντρο
και έβγαζε από το μαγεμένο νερό τα ριζικάρια, ενώ η συντροφιά γύρω της
παρακολουθούσε με αγωνία. Για κάθε ριζικάρι που ανέσυρε απάγγειλε ρυθμικά ένα
στιχάκι, σαν αυτά που έχουν τα καθημερινά φύλλα του ημεροδείχτη ή διάφορες
λαϊκές φυλλάδες. Άλλα ήταν τρυφερά και περιπαθή, άλλα φλογερά και παθιασμένα και
άλλα έμοιαζαν «με άνθη του αγρού ή τη σφοδρότητα των χειμάρρων». Να ένα απ’
αυτά:
«Σ’ έναν χαλκά τον
έδεσες
τον νου και την ψυχή.
Μ’ ένα κλειδάκι άνοιξ’
τον
και δώσε του πνοή».
Κάθε φορά που μια κοπέλα αναγνώριζε το
δικό της αντικείμενο, το συσχέτιζε με το δίστιχο που είχε ειπωθεί γι’ αυτή, ενώ
η παρέα με γέλια, πειράγματα και φωνές σχολίαζε με νόημα… Έτσι καμιά δεν έφευγε
παραπονούμενη. Βέβαια για να είναι… σίγουρες ζητούσαν και τη γνώμη των
έμπειρων, ηλικιωμένων γυναικών της συντροφιάς, όπως της κυρά Γεωργίας, της κυρά
Μαρίνας και κάποιων άλλων που καλλίτερα από όλες γνώριζαν τους οιωνούς και τη
μαντική τέχνη και ερμήνευαν τα μελλούμενα!
Όταν τελείωναν τα ριζικάρια, ξέπλεναν το
πρόσωπό τους με το «αμίλητο νερό» και περίμεναν να δουν ποιος θα περάσει, τι όνομα
θ’ ακούσουν, τι μυρωδιά θα «σπάσει τη μύτη τους», για να κάνουν τις προβλέψεις
τους.
Μερικές φορές τα πράγματα ήταν
«στημένα». Για κάποιες άλλες, όμως, η τύχη τους ήταν «ανοιχτή» και ο κλήδονας
έβγαινε αληθινός. Έτσι η Α. παντρεύτηκε τον Γ., η Μ. τον Δ. και ασφαλώς
υπάρχουν κι άλλα που εγώ δεν γνωρίζω.
Τέλος έπλεναν το κανάτι και το
επέστρεφαν στον ιδιοκτήτη του. Δεν έτυχε να βρεθώ ποτέ μπροστά σε μια τέτοια
…παράδοση και παραλαβή, για να σας περιγράψω το πώς αντιδρούσαν, τι έλεγαν οι
νοικοκυραίοι του σπιτιού και τι ανταπαντούσαν τα κορίτσια. Είμαι σίγουρος πως
οποιαδήποτε κουβέντα κι αν γινόταν, κατέληγε πάντα σε συμφιλίωση και οι…
αντίδικοι εύχονταν μεταξύ τους και του χρόνου… να το επαναλάβουν μιας και
γνώριζαν… τον δρόμο.
Την ίδια μέρα και μια άλλη κίνηση δεν
περνούσε… απαρατήρητη! Ήταν οι γυναίκες που πρωί - πρωί σκούπιζαν με
επιμέλεια τα αποκαΐδια και κάθε σημάδι που είχαν αφήσει οι βραδινές φωτιές που
ξεπερνούσαν, μικρές και μεγάλες, τις τριάντα. Στη δική μας γειτονιά τη δουλειά
αυτή αναλάμβαναν πάντοτε οι αδελφές του κυρ Μήτσου, μακαρίτισσες
όλες σήμερα, Μαργαρώ, Μαρίκα και Φώτο. Λίγες ώρες αργότερα τίποτε δεν
μαρτυρούσε τον χαμό που είχε προηγηθεί το περασμένο βράδυ!2
Επίλογος
Αναμφισβήτητα, η
διατήρηση των εθίμων του τόπου μας είναι αναγκαία και επιτακτική. Επιβάλλεται
όμως να τα φροντίζουμε ουσιαστικά, ώστε να ενθαρρύνεται η αγάπη προς τη λαϊκή
μας παράδοση. Η κακόγουστη φιέστα που βασίζεται στην επιφανειακή μίμηση
προτύπων από τον λαϊκό μας πολιτισμό, είναι εμπαιγμός και δεν ανταποκρίνεται στις
βαθύτερες ανάγκες του σημερινού ανθρώπου.
Κλείνοντας
παραθέτουμε τις απόψεις για την παράδοση του σπουδαίου Μουσικοσυνθέτη
Μάνου Χατζηδάκη: «…Μα όσο το 'βλεπα, τόσο και περισσότερο γινόμουν
σκεφτικός και άρχιζα να ξεχωρίζω κάποιον κίνδυνο. Τον κίνδυνο του γραφικού.
Αυτόν, που μας παρουσιάζει εύκολα, προκλητικά με το ιδιόμορφο πρόσωπό μας,
χωρίς να ’χουμε μάθει, στο μεταξύ, να ζούμε άνετα και φυσικά την καταγωγή
μας. Γιατί η παράδοση έχει αξία μονάχα όταν δεν στηρίζεται στην
αναπαράσταση αλλά στην καθημερινή και δίχως επιτήδευση ζωή μας. Όταν
δηλαδή το κληροδότημα χρησιμοποιείται φυσικά, και δίχως την ανάγκη επεξήγησης.
Τότε μονάχα οφείλει να υπάρχει. Διαφορετικά, θα ’ναι καλό να εξαφανιστεί μέσα
στον Χρόνο, κι ας έχουμε πιο δεύτερες συνήθειες αποκτήσει. Γιατί η ποιότητα της
κληρονομιάς ανήκει στη ζωντανή ύλη που περιέχουμε κι όχι στο ήθος ή στο
ύφος αλλοτινών καιρών».3
Σημ.
1. Δ.
Αξιώτης: «Η Άννα του Κλήδονα»
2. Καθώς
θέλει η παράδοση οι νοικοκυρές φυλάνε σ’ ένα μικρό μπουκάλι «αμίλητο νερό» και
μ’ αυτό ραντίζουν τα σπίτια τους του Αγίου Γεωργίου για να εξολοθρεύσουν τους
ψύλλους, τους κοριούς και όλα τα ζωύφια.
3. Μάνος
Χατζηδάκης: «Τα σχόλια του Τρίτου» (απόσπασμα), Εκδ. Εξάντας.
4. Οι
φωτογραφίες είναι από το αρχείο της Βιβής Σκούρτη και της Ρίνας Λουμουσιώτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου