Κι όπως γράφει ο φίλος μου Αντώνης Μπουντούρης:
«Δεν ξεδιψάει η θάλασσα όσο και αν μας πίνει»
(Η αλλαξιά της θάλασσας)
Καταπιάνομαι να
ανασύρω από τη λήθη πρόσωπα, πράξεις, ανθρώπινα βάσανα, να
εμπλουτίσω την τράπεζα των προφορικών μαρτυριών, πριν εξαλειφθούν από τη
δημόσια μνήμη, αν δεν έχουν ακόμα λησμονηθεί.
Παιδιά που πάλεψαν σε τολμηρές και
επικίνδυνες αποστολές περισσότερο ή λιγότερο. Παιδιά που πήραν αμούστακα τη ζωή
στα χέρια τους. Κάποια τα κατάφεραν και κάποια όχι. Σε αυτά τα δεύτερα αφορά η
ιστορία που αναφέρεται∙ στο τραγικό τέλος δύο συμπολιτών μας. Αφορμή για να
ξετυλιχτεί το νήμα της αφήγησης είναι το άλμπουμ των παρακάτω αναμνήσεων:
«Παιδί στα 18 του ο
Σταμάτης Σκούρτης του Δαμιανού πλήρωσε το τίμημα που αρπάζει η θάλασσα απ'
όσους τολμάνε να την τιθασεύσουν.
Το μαύρο χειμώνα του 42-43 ο Σταμάτης πήρε
την απόφαση να φύγει από την βάρκα του πατέρα του. Τη θέση του είχε πάρει ο
μικρότερος αδελφός του, ο δικός μου πατέρας, Περικλής που μόλις είχε
συμπληρώσει τα 12 του χρόνια.
Έγινε "κουσέρβα" με τον πατέρα
του Λούη του Οικονόμου. Με μια βαρκούλα πήγαν στον Πειραιά να ξεφύγουν από την
θανατερή πείνα της Κατοχής. Δούλεψαν το καταχείμωνο και μόλις άνοιξε ο καιρός,
μήνα Μάρτη θέλησαν να γυρίσουν στο χωριό. Βρήκαν ένα ερμιονίτικο καΐκι που
έδεσε το βαρκάκι στην πρύμη.
Φυσούσε ένας βοριάς
χωρίς μπέσα, που από τη μια στιγμή στην άλλη μπορούσε να θεριέψει. Κι αλίμονο,
αν ο καπετάνιος δεν κάτεχε τη θάλασσα, μπορούσε να γίνει το κακό. Δυστυχώς, ο
φόβος πραγματώθηκε.
Στις Λαγούσες, μια συστάδα από νησάκια
βορειοανατολικά της Αίγινας, τους έπιασε καταιγίδα. Ο καπετάνιος πάνω στον
πανικό του θεώρησε σωστό να λύσει το βαρκάκι και να συνεχίσει την πορεία του. Η
μανιασμένη θάλασσα κατάπιε αμέσως τη βάρκα και από το καΐκι έβλεπαν τη μάταιη
προσπάθεια των ναυαγών να σωθούν.
Το ποιος ήταν ο καπετάνιος δεν χρειάζεται να αναφερθεί. Τον πρόλαβα κι εγώ. Τον θυμάμαι ως έναν καλοσυνάτο και γλυκομίλητο γέρο. Ας είναι όλοι τους συγχωρεμένοι».
Αυτή ήταν η υγρή πορεία και των δύο στο βασίλειο του Ποσειδώνα. Η αφήγηση ανήκει στον Σταμάτη (Μάκη) Σκούρτη του Περικλή και της Ελένης που φέρει και το όνομα του πρόωρα χαμένου θείου του. Από τον ίδιο παραχωρημένες και οι δυο φωτογραφίες των προσώπων της οικογένειάς του. Μια ζωή αποτυπωμένη σε δυο κιτρινισμένες φωτογραφίες. Το ίδιο λυπημένο βλέμμα και στις δυο, λες και έβλεπε το τέλος της άγουρης ζωής του.
Στην πρώτη φωτογραφία ο Σταμάτης είναι στα δεξιά, στη μέση η αδελφή του Κατίνα Σκούρτη - Γαλανοπούλου και το μωρό ο πατέρας του Περικλής σε ηλικία ενός έτους (1931).
Στην άλλη είναι ο ψηλός
μαζί με τον αδελφικό του φίλο Γιάννη Σγουρό, γιο της κυρα-Αφροδίτης, στα 1942.
Για το γεγονός αυτό έχω αναφερθεί στο 9ο τεύχος του Περιοδικού μας «Στην Ερμιόνη άλλοτε και τώρα» σελ. 9 στο οποίο έχω γράψει για τον Λάζαρο (Λούη) Οικονόμου, αναφερόμενη στον ναυπηγό και στην Ερμιονίτικη ναυπηγική τέχνη.
«…Ο Λούης γιός σφουγγαρά
και ψαρά Γιάννη Οικονόμου (Γιάνναρου) και της Κατερινιώς. Στα εννέα χρόνια του
έχασε τον πατέρα του, μια άσχημη ημέρα της Κατοχής του 1942. Ο Γιάνναρος με
σύντροφο τον Σταμάτη, γιό του Δαμιανού Σκούρτη (Σταματούλα), ναυάγησε με τη
βάρκα του ανάμεσα στη Σαλαμίνα και Αίγινα, μ’ ένα φοβερό μπουρίνι και δυτικό
άνεμο. Στο σημείο αυτό έχουν χαθεί πολλοί βαρκάρηδες, αλλά λόγω της κατάστασης
υπήρχε η υπόνοια ότι έπεσαν πάνω σε νάρκη, όμως κανείς δεν έμαθε την αλήθεια,
αφού δε βρέθηκε ίχνος ούτε από ανθρώπους, ούτε από βάρκα…».
Μία άλλη άποψη για το ναυάγιο∙ όπως και να
‘χει σαλπάρισαν για το δικό τους αλλιώτικο ταξίδι.
Αλήθεια, χωράει η ζωή σε ένα κείμενο;
Για να ξεχάσεις πρέπει
να το θέλεις και σήμερα μέσα από το κείμενο ζωντανεύουμε απόντες.
Βιβή Σκούρτη
http://ermioniallotekaitora.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου